Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2020

ΒΙΟΣ ΑΓΙΟΥ ΘΕΡΑΠΟΝΤΑ

                                     
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΘΕΡΑΠΟΝΤΟΣ  ΛΕΜΕΣΟΥ
ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΘΕΡΑΠΟΝΤΟΣ!!!




                                ΒΙΟΣ ΑΓΙΟΥ ΘΕΡΑΠΟΝΤΑ

                              ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΥΠΡΟΥ



Από το επώνυμό του φαίνεται αμέσως, πως ο Άγιος αυτός είχε σχέσεις με τη χώρα των Αλαμάνων –
Γερμανών. Στο συναξάρι του αναφέρεται πως γεννήθηκε στην Αλαμανία – Γερμανία. Οι γονείς του,
άνθρωποι ευγενείς και ευλαβείς και στολισμένοι με πολλή κατά Θεόν αρετή, φρόντισαν από νωρίς
να φυτέψουν στην ψυχή του παιδιού τους την αγάπη του Χριστού. Κι ο κόπος τους βραβεύτηκε
πλούσια. Ο μικρός Θεράπων, με τη μόρφωση που πήρε απ’ το σπίτι του, κατόρθωσε απ’ αυτή τη
παιδική ηλικία να διακριθεί και να φθάσει σε τέτοια πρόοδο, ώστε κανένας από τους συνομήλικούς
του να μην μπορεί να παραβληθεί μαζί του. Περισσότερο ξεπερνούσε την ηλικία του η φιλομάθειά
του και η αρετή του. Τα υλικά αγαθά τα πολλά, που είχαν οι γονείς του, τα κοίταζε με αδιαφορία.
Δεν τον συγκινούσαν. Εκείνο που τον συγκινούσε και τον έθελγε κυριολεκτικά, ήταν ο λόγος του
Θεού, η μελέτη της Αγίας Γραφής. Τα λόγια του ψαλμωδού «ὡς γλυκέα τῶ λάρυγγί μου τὰ λόγιά
σου, ὑπὲρ μέλι τῷ στόματί μου» βρίσκανε στο πρόσωπό του πλήρη την εφαρμογή τους. Πιο πολύ
από κάθε άλλο πράγμα στον κόσμο, τα λόγια του Θεού γλύκαιναν και τη δική του ψυχή και τον
ευχαριστούσαν. Η κούφια και χωρίς νόημα κοσμική δόξα, που τόσους κατέστρεψε και καταστρέφει,
ήταν γι’ αυτόν κάτι το αδιάφορο. «Ἀγαθός μοι ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ», έλεγε συχνά, «ὑπὲρ χιλιάδας
χρυσίου καὶ αργυρίου». Δηλαδή, πολύτιμος θησαυρός για μένα είναι ο νόμος του Θεού, τον οποίο
προτιμώ πιο πολύ από χιλιάδες χρυσά και αργυρά νομίσματα. Ο νόμος του Θεού τραβούσε τη
καρδιά του κι οι άγιες μορφές των ιερών κειμένων ήταν τα πρότυπα που είχε πάντα στη σκέψη του
και προσπαθούσε να μιμηθεί. Έτσι μεγάλωνε το ευλογημένο παιδί.
Μαζί με τον λόγο του Θεού, ο Θεράπων αγαπούσε πολύ να παρακολουθεί τακτικά και τις
εκκλησιαστικές ακολουθίες. «Ταῖς ἱεραῖς ἐκκλησίαις ἐχόλαζε, τὰς θείας γραφὰς καθ’ ἑκάστην
ἐπαναγινώσκων», λέγει γι’ αυτόν ο Συναξαριστής. Όταν εισερχόταν στον Ναό, εισερχόταν πάντα με
ευλάβεια και στεκόταν εκεί με βαθιά κατάνυξη ως το τέλος. Την ώρα της προσευχής ο πιστός νέος
είχε τη συναίσθηση πως βρισκόταν μπροστά στον Βασιλέα και το Θεό του.
Όλη η προσοχή και η προσπάθειά του στρεφόταν σε ένα σκοπό. Στην απόκτηση της αρετής.
«Προϊούσης τῆς ἡλικίας, πᾶσαν τὴν ἔφεσιν αὐτοῦ εἰς ἐπίδοσιν ἀρετῆς ἐπιδούς, πάσῃ σκληραγωγίᾳ
καὶ ἐγκρατείᾳ ἑαυτὸν καθυπέβαλε», προσθέτει και πάλιν ο Συναξαριστής. Και δεν είχεν άδικο ο
έξυπνος νέος. Αγάπησε την αρετή και έκανε το παν για να την αποκτήσει. Γιατί, όπως λέγει κι ο
λόγος του Θεού, «τὸ διὰ τὴν ἀρετὴν πάντα πόνον ὑπομένειν μακάριον ἐστίν» (Δ’ Μακ. 7,22),
δηλαδή, το να υποφέρει κανείς κάθε κόπο και πόνο για να αποκτήσει την αρετή, τούτο είναι
ευλογία. Ναι! Είναι ευλογία, γιατί η αρετή είναι το μεγαλύτερο απ’ τα αγαθά που έχουν οι
άνθρωποι. Όλο το χρυσάφι που είναι πάνω στη γη και μέσα στη γη δεν μπορεί να συγκριθεί με την
αρετή. Και στο σημείο αυτό ο ιερός Θεράπων μιμήθηκε τον έμπορο της παραβολής που αγόραζε
μαργαριτάρια. Και σαν βρήκε ένα μαργαριτάρι μεγάλης αξίας, πήρε αμέσως και πώλησε όσα είχε
και το αγόρασε. Αυτό έκανε κι ο Άγιός μας. Παραμέρισε απ’ την καρδιά του και θυσίασε τα πάντα,
για να επιτύχει το ένα: Για να αρέσει στον Χριστό και να γίνει ο άνθρωπος της αρετής. Και το
πέτυχε!
Οι πνευματικοί του αγώνες τον βοήθησαν να εξασφαλίσει αυτό που πόθησε. Την τελειότητα των
αρετών. Η φήμη του απλώθηκε παντού. Κι ο Επίσκοπος τον κάλεσε και, παρά τη θέλησή του, τον
χειροτόνησε διάκονό του κι αργότερα πρεσβύτερο. Κι όταν ο Επίσκοπος απέθανε, τότε κλήρος και
λαός στον Θεράποντα στράφηκαν και ζήτησαν να τον διαδεχθεί. Κι η εκλογή υπήρξε στ’ αλήθεια
πετυχημένη. Στη νέα θέση του, ο ενάρετος Επίσκοπος έδειξε όλο το μεγαλείο της ψυχής του για την

πρόοδο και την ψυχική σωτηρία του λαού του. Το τι ήταν για την εκκλησία της Πατρίδας του ο ιερός
Θεράπων, το λέει αριστουργηματικά ο υμνογράφος σ’ ένα από τα τροπάρια των αποστίχων του
Εσπερινού της γιορτής του:

«Χαίροις Θεράπων ὄντως Χριστοῦ.
Ἱεραρχῶν καὶ τῶν Μαρτύρων ἐφάμιλλος˙,
ὁ κόσμος τῆς Ἐκκλησίας,
καὶ τῶν θαυμάτων πηγή,
ἀεννάως νάμα ἡ προχέουσα˙
πιστῶν τὰς καρδίας, διδασκαλίας ποτίζουσα˙
αἱρετικῶν δὲ ἀποφράττουσα στόματα
καὶ πρὸς ἔρωτα τοὺς πιστοὺς θεῖον ἄγουσα ...»

Όλη του η ζωή κι η πολιτεία στράφηκε τώρα σ’ ένα σημείο. Στη διαφώτιση και τη διδασκαλία του
λαού και τη προφύλαξή του από τις διάφορες αιρέσεις, που οι άνθρωποι του διαβόλου
αγωνιζόντουσαν να σκορπίσουν στις ψυχές των πιστών. Το κήρυγμά του ήταν ζωντανό και
παραστατικό. Το παράδειγμά του επιβλητικό. Πολλοί με την βοήθειά του γνώρισαν τον Χριστό, μα
και πολλοί άλλοι που πλανήθηκαν, ξαναγύρισαν στην ορθή Πίστη. Για πολύ καιρό ο φλογερός
Ιεράρχης υπήρξε ο στοργικός Πατέρας κι ο καλός ποιμένας των χριστιανών του. Ο ποιμένας ο
ακούραστος και προνοητικός, που δεν δίσταζε να μοχθήσει και να θυσιαστεί για να εξασφαλίσει σ’
αυτούς ό,τι τους χρειαζόντουσαν για την πνευματική πρόοδο και σωτηρία τους.
Μα να! Οι υιοί του αιώνος τούτου, οι άνθρωποι που μόνο με τα σκάνδαλα και τι φιλονικίες
ικανοποιούνται και χαίρουν, πέτυχαν ύστερα από μια μικρή ανάπαυλα και ησυχία να κινήσουν και
πάλι τα νήματα της κακίας τους και να ξαναφέρουν στην επιφάνεια το ζήτημα της τιμής των
εικόνων στην Εκκλησία. Το ζήτημα αυτό παρουσιάστηκε, όπως ξέρουμε, για πρώτη φορά στην Ασία
στα 670 μ.Χ. από τους Παυλικιανούς. Ύστερα από 60 χρόνια περίπου, τις ιδέες τους αγκάλιασε ο
αυτοκράτορας της Κωνσταντινουπόλεως Λέων ο Ίσαυρος, που άρχισε σκληρόν αγώνα για την
αφαίρεση των εικόνων από τις Εκκλησίες. Τον αγώνα συνέχισα και οι διάδοχοί του και διήρκεσε
μέχρι το 787 μ.Χ. που συνήλθε η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος. Αυτἠ επανέφερε την τιμή των Εικόνων. Ο
αγώνας όμως δεν έληξε, γιατί οι κατοπινοί αυτοκράτορες τον εξακολούθησαν μέχρι το 843 μ.Χ. που
μια τοπική Σύνοδος με πράξη της επανέφερε τις Εικόνες στους Ναούς. Το ζήτημα αυτό πολύ
ταλαιπώρησε την Εκκλησία και για 200 σχεδόν χρόνια καταβασάνισε τους πιστούς.
Την περίοδο αυτή, η κίνηση των εικονομάχων είχε επεκταθεί και στην επισκοπική περιφέρεια του
Αγίου. Ο φλογερός Επίσκοπος με ζήλο τότε κινήθηκε παντού, για να εμποδίσει την ασεβή
προσπάθεια να επικρατήσει. Επειδή στον αγώνα που ανέλαβε ήλεγχε με πολλή παρρησία και
αυστηρότητα τους οπαδούς της αμαρτωλής μερίδας, που ήθελαν τον εξοστρακισμό των αγίων
εικόνων από τους Ναούς, αυτοί τον συνέλαβαν και τον υπέβαλαν σε τρομερά βασανιστήρια. Ένα
απ’ αυτά ήταν να δεθεί ο Άγιος σ’ ένα στύλο και σκληροί δήμιοι να καταξεσκίζουν τις σάρκες του με
σιδερένια νύχια. Ο πιστός κι αληθινός Ιεράρχης αντιμετώπισε το τρομερό μαρτύριο με μακροθυμία
και θαυμαστό ηρωισμό. «Ξεσκίστε το κορμί μου», τους έλεγε. «Κάμετε ό,τι θέλετε. Υπέρ της του
Χριστού και Θεού μου Αγίας Εικόνος, ετοίμως έχω μεληδόν κατατμηθήναι». Στο τέλος, οι δήμιοι
πήραν τον Άγιο, του έδεσαν τα χέρια και τα πόδια και τον πέταξαν σε μια σκοτεινή και υγρή
φυλακή. Αφού ασφάλισαν τις θύρες, ἐφυγαν ικανοποιημένοι και ήσυχοι για να ξεκουραστούν.

Μέσα στη φυλακή ο ιερός αθλητής, μισοαναίσθητος από τους πόνους, συνήλθε κάποια στιγμή.
Συγκέντρωσε τη σκέψη του και με δάκρυα πόνου κι ευχαριστίας ανέπεμψε θερμή προσευχή:
- Σ’ ευχαριστώ, Κύριε, είπε. Σ’ ευχαριστώ που με αξίωσες να μείνω πιστός στο θέλημά σου
και να μη σ’ αρνηθώ. Δός μου, σε παρακαλώ, Χριστέ μου, τη δύναμη να σταθώ μπροστά σε Σένα ως
το τέλος και συγχώρησε τους βασανιστές μου. Συγχώρητέ τους Χριστέ μου, γιατί δεν ξέρουν τι
κάνουν!
Ενώ τα χείλη του Αγίου ψέλλιζαν ακόμη αργά τις λέξεις της προσευχής κι η σκέψη του
ξεκουραζόταν σ’ ένα στοργικό νοερό αγκάλιασμα της σεβάσμιας μορφής του Κυρίου, ένας Άγγελος
στάθηκε μπροστά του. Τον κοίταξε με αγάπη, του έλυσε τα σιδερένια δεσμά, του γιάτρεψε τις
αιμάσσουσες πληγές και του είπε τρεις φορές: «Τάχυνον καὶ πορεύθητι˙ εἰσηκούσθη ἡ δέησίς σου,
γνήσιε Μαθητά τοῦ Χριστοῦ». Σε λίγο άνοιξε η φυλακή κι ο Άγιος ελευθερώθηκε.
Όργανα του άρχοντα οδήγησαν και πάλι τον Άγιο μπροστά του. Τις κολακείες ακολούθησαν οι
απειλές. Μα ο αθλητής έμεινε και αυτή τη φορά αμετάπειστος. Τότε ο άρχοντας έδωσε εντολή να
τον κτυπήσουν και να τον διώξουν. Την ώρα που οι δήμιοι τον μαστίγωναν, ο Ομολογητής με ιερή
αγανάκτηση τους φώναξε: «Επειδή εξακολουθείτε να παραμένετε αμετανόητοι, παρά τα θαυμάσια
που βλέπετε να γίνονται στο πρόσωπό μου, η οργή του Μεγάλου Θεού θα ξεσπάσει επάνω σας.
Από αυτή τι στιγμή θα μείνετε ημιπαράλυτοι. Ίσως η δική σας τιμωρία να σωφρονίσει και τους
άλλους». Τα λόγια του Αγίου συνόδευσε μια αστραπή. Και την αστραπή ακολούθησε μια τρομερή
βροντή. Οι παρευρισκόμενοι εικονομάχοι έπεσαν κάτω μισοακίνητοι.
Ύστερα από το ουράνιο αυτό φαινόμενο ο Άγιος βγήκε ανενόχλητος κι έφυγε. Με πόνο, αλλά και
ικανοποίηση εγκατέλειψε την πόλη και την επαρχία του, όπως τον διέταξε ο Άγγελος Κυρίου κι
ανεχώρησε για την Αγία Γη. Με πόνο, που έφευγε μακριά τους, μα κι ικανοποίηση, γιατί χάρη στους
αγώνες του οι πιστοί ανεθάρρησαν κι αυξήθηκαν, ενώ οι αιρετικοί περιορίστηκαν στο ελάχιστο.
Όταν έφθασε στα Ιεροσόλυμα, με βαθειά κατάνυξη γύρισε όλα τα ιερά προσκυνήματα και στο
καθένα στάθηκε και προσευχήθηκε κι έκλαψε κι ευχαρίστησε και δόξασε τον Θεό για την άπειρη
αγάπη του στον άνθρωπο. Εδώ, έκανε και πολλά θαύματα, που κατέπληξαν μικρούς και μεγάλους.
Ένα απ’ αυτά είναι και τούτο:
Μια μέρα, εκεί που περπατούσε στο δρόμο, βρέθηκε μπροστά σε μια κηδεία. Μια μητέρα
συνόδευε το νεκρό παιδί της κι έκλαιε και σπάραζε για το θάνατό του. Στο αντίκρισμα της πομπής ο
Άγιος έγνεψε να σταματήσουν. Η μορφή του συγκινημένη κοίταξε την πονεμένη μάνα και με
καλοσύνη πλησίασε το νεκρό παιδί. Σήκωσε το σεντόνι που το σκέπαζε, πήρε το χέρι του και με
φωνή παλμώδη του είπε: «Στο όνομα του Ιησού Χριστού, που σταύρωσαν οι άνομοι Εβραίοι τον
καιρό του Ποντίου Πιλάτου, σήκω επάνω!». Στο άκουσμα της προσταγής το παιδί, σαν να ξύπνησε
από βαθύ ύπνο, άνοιξε τα μάτια και ανακάθισε. Τα πλήθη που ακολουθούσαν, τρομαγμένα
ξέσπασαν σε δοξολογίες. Σε δοξολογίες ξέσπασε κι η πονεμένη μάνα. Τα δάκρυα του πόνου της
γίνηκαν με μιας δάκρυα χαράς. Γεμάτη ευγνωμοσύνη ευχαρίστησε τον Άγιο, βαφτίστηκε με το παιδί
της κι άρχισε να κηρύττει παντού τα μεγαλεία του Θεού των Χριστιανών, του αληθινού Θεού.
Ύστερα από καιρό, ο θαυματουργός Ιεράρχης άφηκε την Άγία Πόλη κι ήρθε στην Κύπρο. Σε ποιο
μέρος και πού έμενε, δεν ξέρουμε. Το μόνο που ξέρουμε είναι ότι, εδώ φιλοξενήθηκε στο σπίτι

κάποιου Σωσίου, που ήταν άρρωστος βαριά κι αυτός και η γυναίκα του. Ο Άγιος τους θεράπευσε με
την προσευχή του. Στην πόλη αυτή έκανε κι άλλα θαύματα. Μια μέρα, εκεί που δίδασκε, ένας
αιρετικός Θεοπασχίτης, όρμησε και κτύπησε τον Άγιο στο πρόσωπο. Η ανεξικακία του Αγίου και η
πραότητά του έκαναν τέτοια εντύπωση στον θρασύ και αδιάντροπο αιρετικό, που βαρειές τύψεις
άρχισαν να τον βασανίζουν για την πράξη του. Λίγες μέρες αργότερα, για να ησυχάσει, ξαναγύρισε
στον Άγιο και ζήτησε από αυτόν συγχώρεση. Μα ο Άγιος, όχι μόνο του την αρνήθηκε, αλλά και τον
βεβαίωσε, πως, εφ’ όσον μένει προσκολλημένος στην αίρεσή του, δεν θα συγχωρεθεί ποτέ. Για να
βεβαιώσει τα λόγια, του ανέφερε πως είδε στον ύπνο του τον Κύριο σε σχήμα μικρού παιδιού, με
το πρόσωπό του πιο λαμπρό κι απ’ τον ήλιο και τον χιτώνα του ξεσκισμένο από πάνω έως κάτω. Κι
όταν τον ρώτησε, γιατί εκείνο το ξέσκισμα, άκουσε πως ο αιρετικός κι οι ομόφρονές του τον
ξέσκισαν.
Σε πολύ σύντομο διάστημα η αρετή του Αγίου έγινε γνωστή με αποκάλυψη Θεού και στον διοικητή
του νησιού, ο οποίος κάλεσε κοντά του τον Θεράποντα και τον παρακάλεσε να μείνει στην Κύπρο.
Ο ιερός αθλητής αποδέχτηκε την πρόταση κι έγινε Επίσκοπος σε κάποια παραλιακή πόλη. Ο
Συναξαριστής το σημειώνει με τούτη τη χαρακτηριστική απλότητα: «Γέγονεν οὖν ἐνταῦθα
διδάσκαλος τῆς ὀρθοδοξίας ἀκριβέστατος πρᾶος, ἐλεήμων, ὀρφανῶν πατήρ, χηρῶν ὑπερασπιστής,
ὁδηγὸς τῶν πεπλανημένων, τῶν νοσούντων ἰατρὸς καὶ τπῶν θλιβομένων παραμυθία˙ και ἦν ἰδεῖν
ἅπαντας χαίροντας καὶ εὐφραινομένους διὰ τὴν πρόνοιαν καὶ δικαιοσύνην αὐτοῦ».
Πόσα, αλήθεια, δεν λέγουν τα απλά τούτα λόγια! Και πόσα δεν μας διδάσκουν! Σήμερα μάλιστα
που ο πόνος, παρά την τόση πρόοδο του τεχνολογικού πολιτισμού, έγινε αχώριστος σύντροφος του
ανθρώπου. Πόσο διαφορετικός θα ήταν ο κόσμος, αν στις Επισκοπές βρισκόντουσαν ποιμένες με
πνοή και φλόγα και αυταπάρνηση σαν αυτή του Αγίου Θεράποντος! Θερμή ας βγαίνει κάθε μέρα
από τα στήθη των πιστών τούτη η παράκληση: «Κύριε, δώσε μας καλούς και αφοσιωμένους
ποιμένες στο έργο τους. Ποιμένες που δεν θα διστάζουν να θυσιάζουν κι αυτή τη ζωή τους για τη
σωτηρία του λαού τους».
Αυτό έγινε και με τον Άγιό μας. Κάποια μέρα που λειτουργούσε στην Εκκλησία κι οι πιστοί
κρεμόντουσαν από τα χείλη του, Άραβες – Σαρακηνοί που πάτησαν το Νησί, μπήκαν στην Εκκλησία
και τον έσφαξαν. Προτού προλάβουν να επεκτείνουν το ανίερο έργο τους και στους άλλους
πιστούς, ουράνιες μελωδίες άρχισαν να αναπέμπονται από αγγελικές Δυνάμεις γύρω από το σώμα
του Μάρτυρα. Το θαύμα τρόμαξε τους βαρβάρους και τους έκανε να αφήσουν τον ιερό χώρο και να
φύγουν.
Οι Χριστιανοί με βαθειά ευλάβεια πήραν το σκήνωμα του Μάρτυρα και το έθαψαν με δάκρυα
αγάπης και σεβασμού. Αργότερα, το τίμιο λείψανο μεταφέρθηκε στη Βασιλεύουσα, με προτροπή
του ίδιου του Αγίου, όταν επρόκειτο το Νησί να πατήσουν και πάλι οι Άραβες.
Η μνήμη του Ιερομάρτυρα αυτού εορτάζεται ιδιαίτερα στην Αγκαστίνα και στον Άγιο Θεράποντα
Λεμεσού, όπου βρίσκεται κι ένα τεμάχιο από τα ιερά λείψανά του. Η μνήμη του Αγίου Θεράποντα
εορτάζεται στις 14 Οκτωβρίου και η μετακομιδή των Λειψάνων του στη Βασιλεύουσα στις 27
Μαΐου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου